- νεοσίγαλος
- νεο-σίγᾰλος [pron. full] [ῑ], ον, ([etym.] σιγαλόεις)A new and sparkling, with all the gloss on, metaph.,
τρόπος Pi.O.3.4
.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
τρόπος Pi.O.3.4
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
νεοσίγαλος — νεοσίγαλος, ον (Α) (ποιητ. τ.) νέος και αστραφτερός. [ΕΤΥΜΟΛ. < νε(ο) * + σιγαλόεις «λείος, στιλπνός». Ο τ. νεοσίγαλος σχηματίστηκε από το σιγαλόεις κατά το σχήμα πολυπαίπαλος: παιπαλόεις] … Dictionary of Greek
νεοσίγαλον — νεοσί̱γαλον , νεοσίγαλος new and sparkling masc/fem acc sg νεοσί̱γαλον , νεοσίγαλος new and sparkling neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)